< ἐνιλάσιμος
2 ἐνίλλω >
1 ἐνίλλω
• Alolema(s):
ἐνεί-
Th.2.76 (cód.), Sud.
1
envolver en
ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνίλλοντες
Th.l.c.
2
prensar
la uva, Phot.
ε
215.